Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πρῳράτης
πρῳρεύς
πρωτάγγελος
πρωτάγριον
πρωταγωνιστέω
πρωταγωνιστής
πρώταρχος
πρωτεῖον
Πρωτεσιλάειον
Πρωτεσίλαος
πρωτεύω
πρωτηρότης
πρώτιστος
πρωτόβολος
πρωτόγονος
πρωτόζυξ
πρωτοκαθεδρία
πρωτοκλισία
πρωτοκτόνος
πρωτοκύων
πρωτόλεια
View word page
πρωτεύω
πρωτεύω πρωτεύω, fut. -σω πρῶτος to be the first, hold the first place, Plat., etc.:— to be first in a thing, καρτερίᾳ Xen.; βδελυρίᾳ Aeschin.; περὶ κακίαν Aeschin. c. gen. pers. to be first of or among, τῶν ῥητόρων Aeschin.

ShortDef

to be the first, hold the first place

Debugging

Headword:
πρωτεύω
Headword (normalized):
πρωτεύω
Headword (normalized/stripped):
πρωτευω
IDX:
28594
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28627
Key:
prwteu/w

Data

{'content': 'πρωτεύω\n πρωτεύω,\n fut. -σω\n πρῶτος\n to be the first, hold the first place, Plat., etc.:— to be first in a thing, καρτερίᾳ Xen.; βδελυρίᾳ Aeschin.; περὶ κακίαν Aeschin.\n c. gen. pers. to be first of or among, τῶν ῥητόρων Aeschin.', 'key': 'prwteu/w'}