Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πρών
πρώξ
πρῴραθεν
πρῷρα
πρῳρατεύω
πρῳράτης
πρῳρεύς
πρωτάγγελος
πρωτάγριον
πρωταγωνιστέω
πρωταγωνιστής
πρώταρχος
πρωτεῖον
Πρωτεσιλάειον
Πρωτεσίλαος
πρωτεύω
πρωτηρότης
πρώτιστος
πρωτόβολος
πρωτόγονος
πρωτόζυξ
View word page
πρωταγωνιστής
πρωταγωνιστής πρωτ-ᾰγωνιστής, οῦ, ὁ, one who plays the first part, the chief actor, Lat. primarum partium actor, Arist.
ShortDef
one who plays the first part, the chief actor
Debugging
Headword:
πρωταγωνιστής
Headword (normalized):
πρωταγωνιστής
Headword (normalized/stripped):
πρωταγωνιστης
IDX:
28589
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28622
Key:
prwtagwnisth/s
Data
{'content': 'πρωταγωνιστής\n πρωτ-ᾰγωνιστής, οῦ, ὁ,\n one who plays the first part, the chief actor, Lat. primarum partium actor, Arist.', 'key': 'prwtagwnisth/s'}