Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πρωκτός
πρών
πρώξ
πρῴραθεν
πρῷρα
πρῳρατεύω
πρῳράτης
πρῳρεύς
πρωτάγγελος
πρωτάγριον
πρωταγωνιστέω
πρωταγωνιστής
πρώταρχος
πρωτεῖον
Πρωτεσιλάειον
Πρωτεσίλαος
πρωτεύω
πρωτηρότης
πρώτιστος
πρωτόβολος
πρωτόγονος
View word page
πρωταγωνιστέω
πρωταγωνιστέω πρωτᾰγωνιστέω, fut. -ήσω to be πρωταγωνιστής, Plut.:— metaph. to play first fiddle, to take the lead, Arist.
ShortDef
to take the lead, play first fiddle
Debugging
Headword:
πρωταγωνιστέω
Headword (normalized):
πρωταγωνιστέω
Headword (normalized/stripped):
πρωταγωνιστεω
IDX:
28588
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28621
Key:
prwtagwniste/w
Data
{'content': 'πρωταγωνιστέω\n πρωτᾰγωνιστέω,\n fut. -ήσω\n to be πρωταγωνιστής, Plut.:— metaph. to play first fiddle, to take the lead, Arist.', 'key': 'prwtagwniste/w'}