Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πρωϊζός
πρώϊμος
πρωϊνός
πρώϊος
πρωΐ
πρωκτός
πρών
πρώξ
πρῴραθεν
πρῷρα
πρῳρατεύω
πρῳράτης
πρῳρεύς
πρωτάγγελος
πρωτάγριον
πρωταγωνιστέω
πρωταγωνιστής
πρώταρχος
πρωτεῖον
Πρωτεσιλάειον
Πρωτεσίλαος
View word page
πρῳρατεύω
πρῳρατεύω πρῳρᾱτεύω, to be a πρῳράτης, Ar.
ShortDef
to be a πρῳράτης
Debugging
Headword:
πρῳρατεύω
Headword (normalized):
πρῳρατεύω
Headword (normalized/stripped):
πρωρατευω
IDX:
28583
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28616
Key:
prw|rateu/w
Data
{'content': 'πρῳρατεύω\n πρῳρᾱτεύω,\n to be a πρῳράτης, Ar.', 'key': 'prw|rateu/w'}