Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πρυτανεῖον
πρυτανεύω
πρύτανις
πρώην
πρωθήβης
πρωϊζός
πρώϊμος
πρωϊνός
πρώϊος
πρωΐ
πρωκτός
πρών
πρώξ
πρῴραθεν
πρῷρα
πρῳρατεύω
πρῳράτης
πρῳρεύς
πρωτάγγελος
πρωτάγριον
πρωταγωνιστέω
View word page
πρωκτός
πρωκτός πρωκτός, οῦ, ὁ, the anus, generally, the hinder parts, tail, Ar.
ShortDef
the anus
Debugging
Headword:
πρωκτός
Headword (normalized):
πρωκτός
Headword (normalized/stripped):
πρωκτος
IDX:
28578
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28611
Key:
prwkto/s
Data
{'content': 'πρωκτός\n πρωκτός, οῦ, ὁ,\n the anus, generally, the hinder parts, tail, Ar.', 'key': 'prwkto/s'}