πρώϊος
πρώϊος
πρώϊος, Attic πρῷος, η, ον
πρωί, πρῴ
early,
early in the day, at early morn, Il.; also, περὶ δείλην πρωίην (cf. δείλη) Hdt.:— πρωία used alone as Subst., ἦν δὲ πρωία, πρωίας γενομένης NTest.
early in the year, πρώιος ὁ στρατὸς συνελέγετο Hdt.; πρῷα τῶν καρπίμων early fruits, Ar.