Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πρυμνόν
πρυμνός
πρυμνοῦχος
πρυμνώρεια
πρυτανεία
πρυτανεῖον
πρυτανεύω
πρύτανις
πρώην
πρωθήβης
πρωϊζός
πρώϊμος
πρωϊνός
πρώϊος
πρωΐ
πρωκτός
πρών
πρώξ
πρῴραθεν
πρῷρα
πρῳρατεύω
View word page
πρωϊζός
πρωϊζός πρωιζός, Attic πρῳζός, όν = πρώϊος neut. pl. πρωιζά was used as adv., just like πρώην, χθιζά τε καὶ πρωιζά yesterday or the day before, Il. οὕτω δὴ πρ. κατέδραθες so very early, Theocr.

ShortDef

the day before

Debugging

Headword:
πρωϊζός
Headword (normalized):
πρωϊζός
Headword (normalized/stripped):
πρωιζος
IDX:
28573
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28606
Key:
prwizo/s

Data

{'content': 'πρωϊζός\n πρωιζός, Attic πρῳζός, όν\n = πρώϊος\n neut. pl. πρωιζά was used as adv., just like πρώην, χθιζά τε καὶ πρωιζά yesterday or the day before, Il.\n οὕτω δὴ πρ. κατέδραθες so very early, Theocr.', 'key': 'prwizo/s'}