Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πρυμνόθεν
πρυμνόν
πρυμνός
πρυμνοῦχος
πρυμνώρεια
πρυτανεία
πρυτανεῖον
πρυτανεύω
πρύτανις
πρώην
πρωθήβης
πρωϊζός
πρώϊμος
πρωϊνός
πρώϊος
πρωΐ
πρωκτός
πρών
πρώξ
πρῴραθεν
πρῷρα
View word page
πρωθήβης
πρωθήβης πρωθ-ήβης, ου, ὁ, πρῶτος in the prime of youth, Hom.; fem. πρωθήβη Od.

ShortDef

in the prime of youth

Debugging

Headword:
πρωθήβης
Headword (normalized):
πρωθήβης
Headword (normalized/stripped):
πρωθηβης
IDX:
28572
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28605
Key:
prwqh/bhs

Data

{'content': 'πρωθήβης\n πρωθ-ήβης, ου, ὁ,\n πρῶτος\n in the prime of youth, Hom.; fem. πρωθήβη Od.', 'key': 'prwqh/bhs'}