Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀνθοβολέω
ἀνθόβολος
ἀνθοδίαιτος
ἀνθοδόκος
ἀνθοκομέω
ἀνθοκόμος
ἀνθοκρατέω
ἀνθόκροκος
ἀνθολκή
ἀνθολογία
ἀνθολόγος
ἀνθομολογέομαι
ἀνθοπλίζω
ἀνθορμέω
ἀνθοσμίας
ἄνθος
ἀνθοσύνη
ἀνθοφορέω
ἀνθοφόρος
ἀνθοφυής
ἀνθρακιά
View word page
ἀνθολόγος
ἀνθολόγος λέγω flower-gathering, Anth.; c. gen. culling the flower of . . , Anth.
ShortDef
flower-gathering
Debugging
Headword:
ἀνθολόγος
Headword (normalized):
ἀνθολόγος
Headword (normalized/stripped):
ανθολογος
IDX:
2859
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2860
Key:
a)nqolo/gos
Data
{'content': 'ἀνθολόγος\n λέγω\n flower-gathering, Anth.; c. gen. culling the flower of . . , Anth.', 'key': 'a)nqolo/gos'}