Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἄγριος
ἀγριότης
ἀγριόφωνος
ἀγριόω
ἀγριωπός
ἀγροβότης
ἀγρογείτων
ἀγροδότης
ἀγρόθεν
ἀγροικία
ἀγροικίζομαι
ἄγροικος
ἀγροιώτης
ἀγρόνδε
ἀγρονόμος
ἀγρός
ἀγρότερος
ἀγροτήρ
ἀγρότης
ἀγροφύλαξ
ἀγρυπνέω
View word page
ἀγροικίζομαι
ἀγροικίζομαι Mid. to be rude and boorish, Plat.

ShortDef

to be rude and boorish

Debugging

Headword:
ἀγροικίζομαι
Headword (normalized):
ἀγροικίζομαι
Headword (normalized/stripped):
αγροικιζομαι
IDX:
286
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n286
Key:
a)groiki/zomai

Data

{'content': 'ἀγροικίζομαι\n Mid. to be rude and boorish, Plat.', 'key': 'a)groiki/zomai'}