Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πρυμναῖος
πρύμνα
Πρυμνεύς
πρύμνηθεν
πρυμνήσιος
πρυμνήτης
πρυμνόθεν
πρυμνόν
πρυμνός
πρυμνοῦχος
πρυμνώρεια
πρυτανεία
πρυτανεῖον
πρυτανεύω
πρύτανις
πρώην
πρωθήβης
πρωϊζός
πρώϊμος
πρωϊνός
πρώϊος
View word page
πρυμνώρεια
πρυμνώρεια πρυμν-ώρεια, ἡ, ὄρος the foot of a mountain, Il.

ShortDef

the foot of a mountain

Debugging

Headword:
πρυμνώρεια
Headword (normalized):
πρυμνώρεια
Headword (normalized/stripped):
πρυμνωρεια
IDX:
28566
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28599
Key:
prumnw/reia

Data

{'content': 'πρυμνώρεια\n πρυμν-ώρεια, ἡ,\n ὄρος\n the foot of a mountain, Il.', 'key': 'prumnw/reia'}