Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πρυλέες
πρυμναῖος
πρύμνα
Πρυμνεύς
πρύμνηθεν
πρυμνήσιος
πρυμνήτης
πρυμνόθεν
πρυμνόν
πρυμνός
πρυμνοῦχος
πρυμνώρεια
πρυτανεία
πρυτανεῖον
πρυτανεύω
πρύτανις
πρώην
πρωθήβης
πρωϊζός
πρώϊμος
πρωϊνός
View word page
πρυμνοῦχος
πρυμνοῦχος πρυμν-οῦχος, ον, ἔχω holding the shipʼs stern, Anth. detaining the ships (because they were anchored by the stern), Αὖλις Eur.
ShortDef
holding the ship's stern
Debugging
Headword:
πρυμνοῦχος
Headword (normalized):
πρυμνοῦχος
Headword (normalized/stripped):
πρυμνουχος
IDX:
28565
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28598
Key:
prumnou=xos
Data
{'content': 'πρυμνοῦχος\n πρυμν-οῦχος, ον,\n ἔχω\n holding the shipʼs stern, Anth.\n detaining the ships (because they were anchored by the stern), Αὖλις Eur.', 'key': 'prumnou=xos'}