Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πρόωρος
πρυλέες
πρυμναῖος
πρύμνα
Πρυμνεύς
πρύμνηθεν
πρυμνήσιος
πρυμνήτης
πρυμνόθεν
πρυμνόν
πρυμνός
πρυμνοῦχος
πρυμνώρεια
πρυτανεία
πρυτανεῖον
πρυτανεύω
πρύτανις
πρώην
πρωθήβης
πρωϊζός
πρώϊμος
View word page
πρυμνός
πρυμνός πρυμνός, ή, όν the hindmost, undermost, end-most: in Hom. always of the end of the limb next the body, the root, πρυμνὸς βραχίων, πρυμνὴ γλῶσσα, etc.; so, πρυμνὴν ὕλην ἐκτάμνειν to cut off the wood at the root, Il.; δόρυ πρυμνόν the part of a spear-head where it joins the shaft, Il.; λᾶας πρυμνὸς παχύς a stone broad at base, opp. to ὕπερθεν ὀξύς (which follows), Il.; Sup. πρυμνότατος Od.:—for πρύμνη ναῦς, v. πρύμνα. deriv. uncertain

ShortDef

the hindmost, undermost, end-most

Debugging

Headword:
πρυμνός
Headword (normalized):
πρυμνός
Headword (normalized/stripped):
πρυμνος
IDX:
28564
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28597
Key:
prumno/s

Data

{'content': 'πρυμνός\n πρυμνός, ή, όν\n the hindmost, undermost, end-most: in Hom. always of the end of the limb next the body, the root, πρυμνὸς βραχίων, πρυμνὴ γλῶσσα, etc.; so, πρυμνὴν ὕλην ἐκτάμνειν to cut off the wood at the root, Il.; δόρυ πρυμνόν the part of a spear-head where it joins the shaft, Il.; λᾶας πρυμνὸς παχύς a stone broad at base, opp. to ὕπερθεν ὀξύς (which follows), Il.; Sup. πρυμνότατος Od.:—for πρύμνη ναῦς, v. πρύμνα. \n deriv. uncertain', 'key': 'prumno/s'}