Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πρόχωλος
προχωρέω
προωθέω
προώλης
πρόωρος
πρυλέες
πρυμναῖος
πρύμνα
Πρυμνεύς
πρύμνηθεν
πρυμνήσιος
πρυμνήτης
πρυμνόθεν
πρυμνόν
πρυμνός
πρυμνοῦχος
πρυμνώρεια
πρυτανεία
πρυτανεῖον
πρυτανεύω
πρύτανις
View word page
πρυμνήσιος
πρυμνήσιος πρυμνήσιος, α, ον πρύμνα of or from a shipʼs stern, κάλως Eur.:—neut. pl. πρυμνήσια (sc. δεσμά) stern-cables, Lat. retinacula navis, Hom.

ShortDef

of/for the stern

Debugging

Headword:
πρυμνήσιος
Headword (normalized):
πρυμνήσιος
Headword (normalized/stripped):
πρυμνησιος
IDX:
28560
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28593
Key:
prumnh/sios

Data

{'content': 'πρυμνήσιος\n πρυμνήσιος, α, ον\n πρύμνα\n of or from a shipʼs stern, κάλως Eur.:—neut. pl. πρυμνήσια (sc. δεσμά) stern-cables, Lat. retinacula navis, Hom.', 'key': 'prumnh/sios'}