Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προχυτός
πρόχωλος
προχωρέω
προωθέω
προώλης
πρόωρος
πρυλέες
πρυμναῖος
πρύμνα
Πρυμνεύς
πρύμνηθεν
πρυμνήσιος
πρυμνήτης
πρυμνόθεν
πρυμνόν
πρυμνός
πρυμνοῦχος
πρυμνώρεια
πρυτανεία
πρυτανεῖον
πρυτανεύω
View word page
πρύμνηθεν
πρύμνηθεν adverb of πρύμνη from the stern, Il., Aesch., Eur.
ShortDef
from the stern
Debugging
Headword:
πρύμνηθεν
Headword (normalized):
πρύμνηθεν
Headword (normalized/stripped):
πρυμνηθεν
IDX:
28559
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28592
Key:
pru/mnhqen
Data
{'content': 'πρύμνηθεν\n adverb of πρύμνη\n from the stern, Il., Aesch., Eur.', 'key': 'pru/mnhqen'}