Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προχύτης
προχυτός
πρόχωλος
προχωρέω
προωθέω
προώλης
πρόωρος
πρυλέες
πρυμναῖος
πρύμνα
Πρυμνεύς
πρύμνηθεν
πρυμνήσιος
πρυμνήτης
πρυμνόθεν
πρυμνόν
πρυμνός
πρυμνοῦχος
πρυμνώρεια
πρυτανεία
πρυτανεῖον
View word page
Πρυμνεύς
Πρυμνεύς Πρυμνεύς, έως, ὁ, steersman, name of a Phaeacian, Od.

ShortDef

Prymneus
steersman

Debugging

Headword:
Πρυμνεύς
Headword (normalized):
πρυμνεύς
Headword (normalized/stripped):
πρυμνευς
IDX:
28558
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28591
Key:
*prumneu/s

Data

{'content': 'Πρυμνεύς\n Πρυμνεύς, έως, ὁ,\n steersman, name of a Phaeacian, Od.', 'key': '*prumneu/s'}