Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προχρίω
πρόχρονος
πρόχυσις
προχύται
προχύτης
προχυτός
πρόχωλος
προχωρέω
προωθέω
προώλης
πρόωρος
πρυλέες
πρυμναῖος
πρύμνα
Πρυμνεύς
πρύμνηθεν
πρυμνήσιος
πρυμνήτης
πρυμνόθεν
πρυμνόν
πρυμνός
View word page
πρόωρος
πρόωρος πρό-ωρος, ον, ὥρα before the time, untimely, Anth.

ShortDef

before the time, untimely

Debugging

Headword:
πρόωρος
Headword (normalized):
πρόωρος
Headword (normalized/stripped):
προωρος
IDX:
28554
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28587
Key:
pro/wros

Data

{'content': 'πρόωρος\n πρό-ωρος, ον,\n ὥρα\n before the time, untimely, Anth.', 'key': 'pro/wros'}