Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προχορεύω
προχρίω
πρόχρονος
πρόχυσις
προχύται
προχύτης
προχυτός
πρόχωλος
προχωρέω
προωθέω
προώλης
πρόωρος
πρυλέες
πρυμναῖος
πρύμνα
Πρυμνεύς
πρύμνηθεν
πρυμνήσιος
πρυμνήτης
πρυμνόθεν
πρυμνόν
View word page
προώλης
προώλης προ-ώλης, ες ὄλλυμι ruined beforehand, Dem.
ShortDef
ruined beforehand
Debugging
Headword:
προώλης
Headword (normalized):
προώλης
Headword (normalized/stripped):
προωλης
IDX:
28553
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28586
Key:
prow/lhs
Data
{'content': 'προώλης\n προ-ώλης, ες\n ὄλλυμι\n ruined beforehand, Dem.', 'key': 'prow/lhs'}