Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πρόχοος
προχορεύω
προχρίω
πρόχρονος
πρόχυσις
προχύται
προχύτης
προχυτός
πρόχωλος
προχωρέω
προωθέω
προώλης
πρόωρος
πρυλέες
πρυμναῖος
πρύμνα
Πρυμνεύς
πρύμνηθεν
πρυμνήσιος
πρυμνήτης
πρυμνόθεν
View word page
προωθέω
προωθέω fut. -ωθήσω fut. -ώσω aor1 -έωσα part. πρώσας to push forward, push or urge on, Plat.; πρ. αὑτόν to rush on, Xen.

ShortDef

to push forward, push

Debugging

Headword:
προωθέω
Headword (normalized):
προωθέω
Headword (normalized/stripped):
προωθεω
IDX:
28552
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28585
Key:
prowqe/w

Data

{'content': 'προωθέω\n fut. -ωθήσω\n fut. -ώσω\n aor1 -έωσα\n part. πρώσας\n to push forward, push or urge on, Plat.; πρ. αὑτόν to rush on, Xen.', 'key': 'prowqe/w'}