Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προχοή
προχοΐς
πρόχοος
προχορεύω
προχρίω
πρόχρονος
πρόχυσις
προχύται
προχύτης
προχυτός
πρόχωλος
προχωρέω
προωθέω
προώλης
πρόωρος
πρυλέες
πρυμναῖος
πρύμνα
Πρυμνεύς
πρύμνηθεν
πρυμνήσιος
View word page
πρόχωλος
πρόχωλος πρό-χωλος, ον, very lame or halt, Luc.
ShortDef
very lame
Debugging
Headword:
πρόχωλος
Headword (normalized):
πρόχωλος
Headword (normalized/stripped):
προχωλος
IDX:
28550
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28583
Key:
pro/xwlos
Data
{'content': 'πρόχωλος\n πρό-χωλος, ον,\n very lame or halt, Luc.', 'key': 'pro/xwlos'}