Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προχέω
πρόχνυ
προχόη
προχοή
προχοΐς
πρόχοος
προχορεύω
προχρίω
πρόχρονος
πρόχυσις
προχύται
προχύτης
προχυτός
πρόχωλος
προχωρέω
προωθέω
προώλης
πρόωρος
πρυλέες
πρυμναῖος
πρύμνα
View word page
προχύται
προχύται (sc. κριθαί) , αἱ = οὐλοχύται, Eur.

ShortDef

barley sprinkled before sacrifice

Debugging

Headword:
προχύται
Headword (normalized):
προχύται
Headword (normalized/stripped):
προχυται
IDX:
28547
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28580
Key:
proxu/tai

Data

{'content': 'προχύται\n (sc. κριθαί) , αἱ = οὐλοχύται, Eur.', 'key': 'proxu/tai'}