πρόχυσις
πρόχυσις
πρόχῠσις, εως,
προχέω
a pouring out, πρ. τῆς γῆς a deposition of mud by a river, Lat. alluvies, Hdt.: —in οὐλὰς κριθῶν πρόχυσιν ἐποιέετο (cf. προχύται), πρόχυσιν ἐποιέετο must be taken as a simple Verb = προέχεε, Hdt.