Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προχειροτονέω
προχέω
πρόχνυ
προχόη
προχοή
προχοΐς
πρόχοος
προχορεύω
προχρίω
πρόχρονος
πρόχυσις
προχύται
προχύτης
προχυτός
πρόχωλος
προχωρέω
προωθέω
προώλης
πρόωρος
πρυλέες
πρυμναῖος
View word page
πρόχυσις
πρόχυσις πρόχῠσις, εως, προχέω a pouring out, πρ. τῆς γῆς a deposition of mud by a river, Lat. alluvies, Hdt.: —in οὐλὰς κριθῶν πρόχυσιν ἐποιέετο (cf. προχύται), πρόχυσιν ἐποιέετο must be taken as a simple Verb = προέχεε, Hdt.

ShortDef

a pouring out

Debugging

Headword:
πρόχυσις
Headword (normalized):
πρόχυσις
Headword (normalized/stripped):
προχυσις
IDX:
28546
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28579
Key:
pro/xusis

Data

{'content': 'πρόχυσις\n πρόχῠσις, εως,\n προχέω\n a pouring out, πρ. τῆς γῆς a deposition of mud by a river, Lat. alluvies, Hdt.: —in οὐλὰς κριθῶν πρόχυσιν ἐποιέετο (cf. προχύται), πρόχυσιν ἐποιέετο must be taken as a simple Verb = προέχεε, Hdt.', 'key': 'pro/xusis'}