Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πρόχειλος
προχειρίζω
πρόχειρος
προχειροτονέω
προχέω
πρόχνυ
προχόη
προχοή
προχοΐς
πρόχοος
προχορεύω
προχρίω
πρόχρονος
πρόχυσις
προχύται
προχύτης
προχυτός
πρόχωλος
προχωρέω
προωθέω
προώλης
View word page
προχορεύω
προχορεύω fut. σω to dance before in a chorus, πρ. κῶμον to lead a κῶμος or festive band, Eur.

ShortDef

to dance before in a chorus

Debugging

Headword:
προχορεύω
Headword (normalized):
προχορεύω
Headword (normalized/stripped):
προχορευω
IDX:
28543
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28576
Key:
proxoreu/w

Data

{'content': 'προχορεύω\n fut. σω\n to dance before in a chorus, πρ. κῶμον to lead a κῶμος or festive band, Eur.', 'key': 'proxoreu/w'}