Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προχαλκεύω
πρόχειλος
προχειρίζω
πρόχειρος
προχειροτονέω
προχέω
πρόχνυ
προχόη
προχοή
προχοΐς
πρόχοος
προχορεύω
προχρίω
πρόχρονος
πρόχυσις
προχύται
προχύτης
προχυτός
πρόχωλος
προχωρέω
προωθέω
View word page
πρόχοος
πρόχοος προχέω a vessel for pouring out, a ewer for pouring water on the hands of guests, Hom., Soph.;— a wine-jug from which the cupbearer pours into the cups, Od.

ShortDef

a vessel for pouring out, a ewer for pouring water on the hands

Debugging

Headword:
πρόχοος
Headword (normalized):
πρόχοος
Headword (normalized/stripped):
προχοος
IDX:
28542
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28575
Key:
pro/xoos

Data

{'content': 'πρόχοος\n προχέω\n a vessel for pouring out, a ewer for pouring water on the hands of guests, Hom., Soph.;— a wine-jug from which the cupbearer pours into the cups, Od.', 'key': 'pro/xoos'}