Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προφωνέω
προχαίρω
προχαλκεύω
πρόχειλος
προχειρίζω
πρόχειρος
προχειροτονέω
προχέω
πρόχνυ
προχόη
προχοή
προχοΐς
πρόχοος
προχορεύω
προχρίω
πρόχρονος
πρόχυσις
προχύται
προχύτης
προχυτός
πρόχωλος
View word page
προχοή
προχοή προχοή, ἡ, προχέω mostly in pl., the outpouring, i. e. the mouth, of a river, Hom., Pind., etc.; sg. in Hes.
ShortDef
outpouring
Debugging
Headword:
προχοή
Headword (normalized):
προχοή
Headword (normalized/stripped):
προχοη
IDX:
28540
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28573
Key:
proxoh/
Data
{'content': 'προχοή\n προχοή, ἡ,\n προχέω\n mostly in pl., the outpouring, i. e. the mouth, of a river, Hom., Pind., etc.; sg. in Hes.', 'key': 'proxoh/'}