Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προφυλάσσω
προφυράω
προφυτεύω
προφωνέω
προχαίρω
προχαλκεύω
πρόχειλος
προχειρίζω
πρόχειρος
προχειροτονέω
προχέω
πρόχνυ
προχόη
προχοή
προχοΐς
πρόχοος
προχορεύω
προχρίω
πρόχρονος
πρόχυσις
προχύται
View word page
προχέω
προχέω fut. -χεῶ aor1 -έχεα to pour forth or forward, Il., Pind.; σπονδὰς προχέαι Hdt.:—metaph., ὄπα γλυκεῖαν Pind.:—Pass., metaph. of large bodies of men pouring over a plain, Il.

ShortDef

to pour forth

Debugging

Headword:
προχέω
Headword (normalized):
προχέω
Headword (normalized/stripped):
προχεω
IDX:
28537
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28570
Key:
proxe/w

Data

{'content': 'προχέω\n fut. -χεῶ\n aor1 -έχεα\n to pour forth or forward, Il., Pind.; σπονδὰς προχέαι Hdt.:—metaph., ὄπα γλυκεῖαν Pind.:—Pass., metaph. of large bodies of men pouring over a plain, Il.', 'key': 'proxe/w'}