Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προφύλαξ
προφυλάσσω
προφυράω
προφυτεύω
προφωνέω
προχαίρω
προχαλκεύω
πρόχειλος
προχειρίζω
πρόχειρος
προχειροτονέω
προχέω
πρόχνυ
προχόη
προχοή
προχοΐς
πρόχοος
προχορεύω
προχρίω
πρόχρονος
πρόχυσις
View word page
προχειροτονέω
προχειροτονέω fut. ήσω to choose or elect before, Plat., Aeschin. to give a previous vote, Dem.

ShortDef

to choose

Debugging

Headword:
προχειροτονέω
Headword (normalized):
προχειροτονέω
Headword (normalized/stripped):
προχειροτονεω
IDX:
28536
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28569
Key:
proxeirotone/w

Data

{'content': 'προχειροτονέω\n fut. ήσω\n to choose or elect before, Plat., Aeschin.\n to give a previous vote, Dem.', 'key': 'proxeirotone/w'}