πρόχειρος
πρόχειρος
πρό-χειρος, ον,
χείρ
at hand, ready, Aesch., Soph.; of a drawn sword or knife, Soph., Eur.; λίθοις καὶ . . ἀκοντίοις, ὡς ἕκαστός τι πρόχειρον εἶχε Thuc.; ὃ προχειρότατον ἔχω εἰπεῖν Dem.
πρόχειρόν ἐστι it is easy, c. inf., Plat., etc.
of persons, ready to do, c. inf., Soph.; c. dat., πρ. τῇ φυγῇ ready for flight, Eur.
adv. -ρως, off-hand, readily, Plat.