Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προφυλακίς
προφύλαξ
προφυλάσσω
προφυράω
προφυτεύω
προφωνέω
προχαίρω
προχαλκεύω
πρόχειλος
προχειρίζω
πρόχειρος
προχειροτονέω
προχέω
πρόχνυ
προχόη
προχοή
προχοΐς
πρόχοος
προχορεύω
προχρίω
πρόχρονος
View word page
πρόχειρος
πρόχειρος πρό-χειρος, ον, χείρ at hand, ready, Aesch., Soph.; of a drawn sword or knife, Soph., Eur.; λίθοις καὶ . . ἀκοντίοις, ὡς ἕκαστός τι πρόχειρον εἶχε Thuc.; ὃ προχειρότατον ἔχω εἰπεῖν Dem. πρόχειρόν ἐστι it is easy, c. inf., Plat., etc. of persons, ready to do, c. inf., Soph.; c. dat., πρ. τῇ φυγῇ ready for flight, Eur. adv. -ρως, off-hand, readily, Plat.

ShortDef

at hand, ready

Debugging

Headword:
πρόχειρος
Headword (normalized):
πρόχειρος
Headword (normalized/stripped):
προχειρος
IDX:
28535
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28568
Key:
pro/xeiros

Data

{'content': 'πρόχειρος\n πρό-χειρος, ον,\n χείρ\n at hand, ready, Aesch., Soph.; of a drawn sword or knife, Soph., Eur.; λίθοις καὶ . . ἀκοντίοις, ὡς ἕκαστός τι πρόχειρον εἶχε Thuc.; ὃ προχειρότατον ἔχω εἰπεῖν Dem.\n πρόχειρόν ἐστι it is easy, c. inf., Plat., etc.\n of persons, ready to do, c. inf., Soph.; c. dat., πρ. τῇ φυγῇ ready for flight, Eur.\n adv. -ρως, off-hand, readily, Plat.', 'key': 'pro/xeiros'}