Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πρόφρασσα
πρόφρων
προφυλακή
προφυλακίς
προφύλαξ
προφυλάσσω
προφυράω
προφυτεύω
προφωνέω
προχαίρω
προχαλκεύω
πρόχειλος
προχειρίζω
πρόχειρος
προχειροτονέω
προχέω
πρόχνυ
προχόη
προχοή
προχοΐς
πρόχοος
View word page
προχαλκεύω
προχαλκεύω fut. σω to forge beforehand, Aesch.
ShortDef
to forge beforehand
Debugging
Headword:
προχαλκεύω
Headword (normalized):
προχαλκεύω
Headword (normalized/stripped):
προχαλκευω
IDX:
28532
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28565
Key:
proxalkeu/w
Data
{'content': 'προχαλκεύω\n fut. σω\n to forge beforehand, Aesch.', 'key': 'proxalkeu/w'}