Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προφορέομαι
προφράζω
πρόφρασσα
πρόφρων
προφυλακή
προφυλακίς
προφύλαξ
προφυλάσσω
προφυράω
προφυτεύω
προφωνέω
προχαίρω
προχαλκεύω
πρόχειλος
προχειρίζω
πρόχειρος
προχειροτονέω
προχέω
πρόχνυ
προχόη
προχοή
View word page
προφωνέω
προφωνέω fut. ήσω to utter beforehand, Aesch.; προφωνεῖ τόνδε λόγον gives this order beforehand, Aesch. to order beforehand or publicly, c. dat. et inf., καί σοι προφωνῶ τόνδε μὴ θάπτειν Soph.; with inf. omitted, ὑμῖν προφωνῶ τάδε Soph.

ShortDef

to utter beforehand

Debugging

Headword:
προφωνέω
Headword (normalized):
προφωνέω
Headword (normalized/stripped):
προφωνεω
IDX:
28530
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28563
Key:
profwne/w

Data

{'content': 'προφωνέω\n fut. ήσω\n to utter beforehand, Aesch.; προφωνεῖ τόνδε λόγον gives this order beforehand, Aesch.\n to order beforehand or publicly, c. dat. et inf., καί σοι προφωνῶ τόνδε μὴ θάπτειν Soph.; with inf. omitted, ὑμῖν προφωνῶ τάδε Soph.', 'key': 'profwne/w'}