Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προφοβητικός
προφορέομαι
προφράζω
πρόφρασσα
πρόφρων
προφυλακή
προφυλακίς
προφύλαξ
προφυλάσσω
προφυράω
προφυτεύω
προφωνέω
προχαίρω
προχαλκεύω
πρόχειλος
προχειρίζω
πρόχειρος
προχειροτονέω
προχέω
πρόχνυ
προχόη
View word page
προφυτεύω
προφυτεύω fut. σω to plant before: metaph. to engender, Soph.

ShortDef

to plant before

Debugging

Headword:
προφυτεύω
Headword (normalized):
προφυτεύω
Headword (normalized/stripped):
προφυτευω
IDX:
28529
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28562
Key:
profuteu/w

Data

{'content': 'προφυτεύω\n fut. σω\n to plant before: metaph. to engender, Soph.', 'key': 'profuteu/w'}