Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προφοβέομαι
προφοβητικός
προφορέομαι
προφράζω
πρόφρασσα
πρόφρων
προφυλακή
προφυλακίς
προφύλαξ
προφυλάσσω
προφυράω
προφυτεύω
προφωνέω
προχαίρω
προχαλκεύω
πρόχειλος
προχειρίζω
πρόχειρος
προχειροτονέω
προχέω
πρόχνυ
View word page
προφυράω
προφυράω fut. ήσω to mix up or knead beforehand: metaph. in Pass., προπεφύραται λόγος the speech is all ready concocted or brewed, Ar.

ShortDef

to mix up

Debugging

Headword:
προφυράω
Headword (normalized):
προφυράω
Headword (normalized/stripped):
προφυραω
IDX:
28528
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28561
Key:
profura/w

Data

{'content': 'προφυράω\n fut. ήσω\n to mix up or knead beforehand: metaph. in Pass., προπεφύραται λόγος the speech is all ready concocted or brewed, Ar.', 'key': 'profura/w'}