Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἄνθινος
ἀνθιππασία
ἀνθιππεύω
ἀνθίστημι
ἀνθοβολέω
ἀνθόβολος
ἀνθοδίαιτος
ἀνθοδόκος
ἀνθοκομέω
ἀνθοκόμος
ἀνθοκρατέω
ἀνθόκροκος
ἀνθολκή
ἀνθολογία
ἀνθολόγος
ἀνθομολογέομαι
ἀνθοπλίζω
ἀνθορμέω
ἀνθοσμίας
ἄνθος
ἀνθοσύνη
View word page
ἀνθοκρατέω
ἀνθοκρατέω to govern flowers, Luc.

ShortDef

to govern flowers

Debugging

Headword:
ἀνθοκρατέω
Headword (normalized):
ἀνθοκρατέω
Headword (normalized/stripped):
ανθοκρατεω
IDX:
2855
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2856
Key:
a)nqokrate/w

Data

{'content': 'ἀνθοκρατέω\n to govern flowers, Luc.', 'key': 'a)nqokrate/w'}