Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προφητικός
προφῆτις
προφθάνω
προφθίμενος
προφοβέομαι
προφοβητικός
προφορέομαι
προφράζω
πρόφρασσα
πρόφρων
προφυλακή
προφυλακίς
προφύλαξ
προφυλάσσω
προφυράω
προφυτεύω
προφωνέω
προχαίρω
προχαλκεύω
πρόχειλος
προχειρίζω
View word page
προφυλακή
προφυλακή προφυλάσσω a guard in front; in pl. outposts, videttes, piquets, Xen.; in sg., ἡ πρ. αὐτοῦ his advanced guard, Xen.; διὰ προφυλακῆς with an advanced guard, Thuc.

ShortDef

a guard in front

Debugging

Headword:
προφυλακή
Headword (normalized):
προφυλακή
Headword (normalized/stripped):
προφυλακη
IDX:
28524
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28557
Key:
profulakh/

Data

{'content': 'προφυλακή\n προφυλάσσω\n a guard in front; in pl. outposts, videttes, piquets, Xen.; in sg., ἡ πρ. αὐτοῦ his advanced guard, Xen.; διὰ προφυλακῆς with an advanced guard, Thuc.', 'key': 'profulakh/'}