Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προφεύγω
προφητεία
προφητεύω
προφήτης
προφητικός
προφῆτις
προφθάνω
προφθίμενος
προφοβέομαι
προφοβητικός
προφορέομαι
προφράζω
πρόφρασσα
πρόφρων
προφυλακή
προφυλακίς
προφύλαξ
προφυλάσσω
προφυράω
προφυτεύω
προφωνέω
View word page
προφορέομαι
προφορέομαι Mid., in weaving, to carry on the web by passing the weft across the warp: metaph., τὴν ὁδὸν προφορεῖσθαι to run to and fro, Ar.
ShortDef
to carry on the web by passing the weft
Debugging
Headword:
προφορέομαι
Headword (normalized):
προφορέομαι
Headword (normalized/stripped):
προφορεομαι
IDX:
28520
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28553
Key:
profore/omai
Data
{'content': 'προφορέομαι\n Mid., in weaving, to carry on the web by passing the weft across the warp: metaph., τὴν ὁδὸν προφορεῖσθαι to run to and fro, Ar.', 'key': 'profore/omai'}