Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προφερής
προφέρω
προφεύγω
προφητεία
προφητεύω
προφήτης
προφητικός
προφῆτις
προφθάνω
προφθίμενος
προφοβέομαι
προφοβητικός
προφορέομαι
προφράζω
πρόφρασσα
πρόφρων
προφυλακή
προφυλακίς
προφύλαξ
προφυλάσσω
προφυράω
View word page
προφοβέομαι
προφοβέομαι fut. ήσομαι Pass. to fear beforehand, fear at the thought of, Xen.
ShortDef
to fear beforehand, fear at the thought of
Debugging
Headword:
προφοβέομαι
Headword (normalized):
προφοβέομαι
Headword (normalized/stripped):
προφοβεομαι
IDX:
28518
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28551
Key:
profobe/omai
Data
{'content': 'προφοβέομαι\n fut. ήσομαι\n Pass. to fear beforehand, fear at the thought of, Xen.', 'key': 'profobe/omai'}