Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνθίζω
ἄνθινος
ἀνθιππασία
ἀνθιππεύω
ἀνθίστημι
ἀνθοβολέω
ἀνθόβολος
ἀνθοδίαιτος
ἀνθοδόκος
ἀνθοκομέω
ἀνθοκόμος
ἀνθοκρατέω
ἀνθόκροκος
ἀνθολκή
ἀνθολογία
ἀνθολόγος
ἀνθομολογέομαι
ἀνθοπλίζω
ἀνθορμέω
ἀνθοσμίας
ἄνθος
View word page
ἀνθοκόμος
ἀνθοκόμος κόμη decked with flowers, flowery, Anth.

ShortDef

decked with flowers, flowery

Debugging

Headword:
ἀνθοκόμος
Headword (normalized):
ἀνθοκόμος
Headword (normalized/stripped):
ανθοκομος
IDX:
2854
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2855
Key:
a)nqoko/mos

Data

{'content': 'ἀνθοκόμος\n κόμη\n decked with flowers, flowery, Anth.', 'key': 'a)nqoko/mos'}