Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προυσελέω
προϋφαιρέω
προφαίνω
προφανής
πρόφαντος
προφασίζομαι
πρόφασις
προφερής
προφέρω
προφεύγω
προφητεία
προφητεύω
προφήτης
προφητικός
προφῆτις
προφθάνω
προφθίμενος
προφοβέομαι
προφοβητικός
προφορέομαι
προφράζω
View word page
προφητεία
προφητεία προφητεία, ἡ, the gift of interpreting the will of the gods, Orac. ap. Luc. in NTest., the gift of expounding scripture, of speaking and preaching.

ShortDef

the gift of interpreting the will of the gods

Debugging

Headword:
προφητεία
Headword (normalized):
προφητεία
Headword (normalized/stripped):
προφητεια
IDX:
28511
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28544
Key:
profhtei/a

Data

{'content': 'προφητεία\n προφητεία, ἡ,\n the gift of interpreting the will of the gods, Orac. ap. Luc.\n in NTest., the gift of expounding scripture, of speaking and preaching.', 'key': 'profhtei/a'}