προφερής
προφερής
προφερής, ές
προφέρω
carried before, placed before, excelling, c. gen., Hes.:—comp., more excellent, superior, surpassing, τῶν ἄλλων προφερέστερος Od.; c. inf., ἡμίονοι βοῶν προφερέστεραί εἰσιν ἑλκέμεναι are better than oxen in drawing, Il.:—Sup. προφερέστατος Il., Hes.:—also comp. and Sup., προφέρτερος, προφέρτατος Soph.
looking older than one is, well-grown, precocious, Plat., Aeschin.