Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προϋπόκειμαι
προϋπολαμβάνω
προὔργου
προυσελέω
προϋφαιρέω
προφαίνω
προφανής
πρόφαντος
προφασίζομαι
πρόφασις
προφερής
προφέρω
προφεύγω
προφητεία
προφητεύω
προφήτης
προφητικός
προφῆτις
προφθάνω
προφθίμενος
προφοβέομαι
View word page
προφερής
προφερής προφερής, ές προφέρω carried before, placed before, excelling, c. gen., Hes.:—comp., more excellent, superior, surpassing, τῶν ἄλλων προφερέστερος Od.; c. inf., ἡμίονοι βοῶν προφερέστεραί εἰσιν ἑλκέμεναι are better than oxen in drawing, Il.:—Sup. προφερέστατος Il., Hes.:—also comp. and Sup., προφέρτερος, προφέρτατος Soph. looking older than one is, well-grown, precocious, Plat., Aeschin.

ShortDef

carried before, placed before, excelling

Debugging

Headword:
προφερής
Headword (normalized):
προφερής
Headword (normalized/stripped):
προφερης
IDX:
28508
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28541
Key:
proferh/s

Data

{'content': 'προφερής\n προφερής, ές\n προφέρω\n carried before, placed before, excelling, c. gen., Hes.:—comp., more excellent, superior, surpassing, τῶν ἄλλων προφερέστερος Od.; c. inf., ἡμίονοι βοῶν προφερέστεραί εἰσιν ἑλκέμεναι are better than oxen in drawing, Il.:—Sup. προφερέστατος Il., Hes.:—also comp. and Sup., προφέρτερος, προφέρτατος Soph.\n looking older than one is, well-grown, precocious, Plat., Aeschin.', 'key': 'proferh/s'}