Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνθησσάομαι
ἀνθίζω
ἄνθινος
ἀνθιππασία
ἀνθιππεύω
ἀνθίστημι
ἀνθοβολέω
ἀνθόβολος
ἀνθοδίαιτος
ἀνθοδόκος
ἀνθοκομέω
ἀνθοκόμος
ἀνθοκρατέω
ἀνθόκροκος
ἀνθολκή
ἀνθολογία
ἀνθολόγος
ἀνθομολογέομαι
ἀνθοπλίζω
ἀνθορμέω
ἀνθοσμίας
View word page
ἀνθοκομέω
ἀνθοκομέω from ἀνθοκόμος to produce flowers, Anth.

ShortDef

to produce flowers

Debugging

Headword:
ἀνθοκομέω
Headword (normalized):
ἀνθοκομέω
Headword (normalized/stripped):
ανθοκομεω
IDX:
2853
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2854
Key:
a)nqokome/w

Data

{'content': 'ἀνθοκομέω\n from ἀνθοκόμος\n to produce flowers, Anth.', 'key': 'a)nqokome/w'}