Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προϋπεξορμάω
προϋποβάλλω
προϋπογράφω
προϋπόκειμαι
προϋπολαμβάνω
προὔργου
προυσελέω
προϋφαιρέω
προφαίνω
προφανής
πρόφαντος
προφασίζομαι
πρόφασις
προφερής
προφέρω
προφεύγω
προφητεία
προφητεύω
προφήτης
προφητικός
προφῆτις
View word page
πρόφαντος
πρόφαντος πρόφαντος, ον, προφαίνω far seen, hence far-famed, Pind. foreshewn, as by an oracle, Hdt., Soph.; πρόφαντα δέ σφι ἐγίνετο oracles were delivered to them, Hdt.

ShortDef

far seen

Debugging

Headword:
πρόφαντος
Headword (normalized):
πρόφαντος
Headword (normalized/stripped):
προφαντος
IDX:
28505
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28538
Key:
pro/fantos

Data

{'content': 'πρόφαντος\n πρόφαντος, ον,\n προφαίνω\n far seen, hence far-famed, Pind.\n foreshewn, as by an oracle, Hdt., Soph.; πρόφαντα δέ σφι ἐγίνετο oracles were delivered to them, Hdt.', 'key': 'pro/fantos'}