Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προϋπάρχω
προϋπεξορμάω
προϋποβάλλω
προϋπογράφω
προϋπόκειμαι
προϋπολαμβάνω
προὔργου
προυσελέω
προϋφαιρέω
προφαίνω
προφανής
πρόφαντος
προφασίζομαι
πρόφασις
προφερής
προφέρω
προφεύγω
προφητεία
προφητεύω
προφήτης
προφητικός
View word page
προφανής
προφανής from προφαίνω προφᾰνής, ές shewing itself or seen beforehand, Arist. seen clearly or plainly, conspicuous, Xen. metaph. quite plain or clear, Plat.; ἀπὸ or ἐκ τοῦ προφανοῦς openly, Thuc.:—adv. -νῶς, Polyb.

ShortDef

shewing itself

Debugging

Headword:
προφανής
Headword (normalized):
προφανής
Headword (normalized/stripped):
προφανης
IDX:
28504
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28537
Key:
profanh/s

Data

{'content': 'προφανής\n from προφαίνω\n προφᾰνής, ές\n shewing itself or seen beforehand, Arist.\n seen clearly or plainly, conspicuous, Xen.\n metaph. quite plain or clear, Plat.; ἀπὸ or ἐκ τοῦ προφανοῦς openly, Thuc.:—adv. -νῶς, Polyb.', 'key': 'profanh/s'}