Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προτυπόω
προτύπτω
προϋπαρχή
προϋπάρχω
προϋπεξορμάω
προϋποβάλλω
προϋπογράφω
προϋπόκειμαι
προϋπολαμβάνω
προὔργου
προυσελέω
προϋφαιρέω
προφαίνω
προφανής
πρόφαντος
προφασίζομαι
πρόφασις
προφερής
προφέρω
προφεύγω
προφητεία
View word page
προυσελέω
προυσελέω to maltreat, insult, only in two passages, ὁρῶν ἐμαυτὸν ὦδε προυσελούμενον Aesch.; οὓς μὲν ἴσμεν εὐγενεῖς προυσελοῦμεν we insult those whom we know to be noble, Ar. deriv. uncertain

ShortDef

to maltreat, insult

Debugging

Headword:
προυσελέω
Headword (normalized):
προυσελέω
Headword (normalized/stripped):
προυσελεω
IDX:
28501
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28534
Key:
prousele/w

Data

{'content': 'προυσελέω\n to maltreat, insult, only in two passages, ὁρῶν ἐμαυτὸν ὦδε προυσελούμενον Aesch.; οὓς μὲν ἴσμεν εὐγενεῖς προυσελοῦμεν we insult those whom we know to be noble, Ar.\n deriv. uncertain', 'key': 'prousele/w'}