Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προτροπή
προτυγχάνω
προτυπόω
προτύπτω
προϋπαρχή
προϋπάρχω
προϋπεξορμάω
προϋποβάλλω
προϋπογράφω
προϋπόκειμαι
προϋπολαμβάνω
προὔργου
προυσελέω
προϋφαιρέω
προφαίνω
προφανής
πρόφαντος
προφασίζομαι
πρόφασις
προφερής
προφέρω
View word page
προϋπολαμβάνω
προϋπολαμβάνω fut. -λήψομαι to assume beforehand, Arist.
ShortDef
assume beforehand
Debugging
Headword:
προϋπολαμβάνω
Headword (normalized):
προϋπολαμβάνω
Headword (normalized/stripped):
προυπολαμβανω
IDX:
28499
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28532
Key:
proupolamba/nw
Data
{'content': 'προϋπολαμβάνω\n fut. -λήψομαι\n to assume beforehand, Arist.', 'key': 'proupolamba/nw'}