Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προτρέπω
προτρέχω
πρότριτα
προτροπάδην
προτροπή
προτυγχάνω
προτυπόω
προτύπτω
προϋπαρχή
προϋπάρχω
προϋπεξορμάω
προϋποβάλλω
προϋπογράφω
προϋπόκειμαι
προϋπολαμβάνω
προὔργου
προυσελέω
προϋφαιρέω
προφαίνω
προφανής
πρόφαντος
View word page
προϋπεξορμάω
προϋπεξορμάω fut. ήσω to go out secretly before, Luc.
ShortDef
to go out secretly before
Debugging
Headword:
προϋπεξορμάω
Headword (normalized):
προϋπεξορμάω
Headword (normalized/stripped):
προυπεξορμαω
IDX:
28495
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28528
Key:
proupecorma/w
Data
{'content': 'προϋπεξορμάω\n fut. ήσω\n to go out secretly before, Luc.', 'key': 'proupecorma/w'}