Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προτοῦ
προτρεπτικός
προτρέπω
προτρέχω
πρότριτα
προτροπάδην
προτροπή
προτυγχάνω
προτυπόω
προτύπτω
προϋπαρχή
προϋπάρχω
προϋπεξορμάω
προϋποβάλλω
προϋπογράφω
προϋπόκειμαι
προϋπολαμβάνω
προὔργου
προυσελέω
προϋφαιρέω
προφαίνω
View word page
προϋπαρχή
προϋπαρχή προ-ϋπαρχή, ἡ, a previous service, Arist.
ShortDef
previous service
Debugging
Headword:
προϋπαρχή
Headword (normalized):
προϋπαρχή
Headword (normalized/stripped):
προυπαρχη
IDX:
28493
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28526
Key:
prouparxh/
Data
{'content': 'προϋπαρχή\n προ-ϋπαρχή, ἡ,\n a previous service, Arist.', 'key': 'prouparxh/'}