Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πρότονοι
προτοῦ
προτρεπτικός
προτρέπω
προτρέχω
πρότριτα
προτροπάδην
προτροπή
προτυγχάνω
προτυπόω
προτύπτω
προϋπαρχή
προϋπάρχω
προϋπεξορμάω
προϋποβάλλω
προϋπογράφω
προϋπόκειμαι
προϋπολαμβάνω
προὔργου
προυσελέω
προϋφαιρέω
View word page
προτύπτω
προτύπτω fut. ψω intr. to press forwards, Τρῶες δὲ προὔτυψαν Il.; ἀνὰ ῥῖνας προὔτυψε shot through his nostrils, Od.:—so in Pass., προτυπέν driven on (against Troy), or perh. stricken by an untimely blow, Aesch.

ShortDef

to press forwards

Debugging

Headword:
προτύπτω
Headword (normalized):
προτύπτω
Headword (normalized/stripped):
προτυπτω
IDX:
28492
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28525
Key:
protu/ptw

Data

{'content': 'προτύπτω\n fut. ψω\n intr. to press forwards, Τρῶες δὲ προὔτυψαν Il.; ἀνὰ ῥῖνας προὔτυψε shot through his nostrils, Od.:—so in Pass., προτυπέν driven on (against Troy), or perh. stricken by an untimely blow, Aesch.', 'key': 'protu/ptw'}