Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προτομή
προτονίζω
πρότονοι
προτοῦ
προτρεπτικός
προτρέπω
προτρέχω
πρότριτα
προτροπάδην
προτροπή
προτυγχάνω
προτυπόω
προτύπτω
προϋπαρχή
προϋπάρχω
προϋπεξορμάω
προϋποβάλλω
προϋπογράφω
προϋπόκειμαι
προϋπολαμβάνω
προὔργου
View word page
προτυγχάνω
προτυγχάνω aor2 -έτυχον to come before one, τὸ προτυχόν the first thing that came to hand, Pind.

ShortDef

to come before

Debugging

Headword:
προτυγχάνω
Headword (normalized):
προτυγχάνω
Headword (normalized/stripped):
προτυγχανω
IDX:
28490
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28523
Key:
protugxa/nw

Data

{'content': 'προτυγχάνω\n aor2 -έτυχον\n to come before one, τὸ προτυχόν the first thing that came to hand, Pind.', 'key': 'protugxa/nw'}