προτρεπτικός
προτρεπτικός
προτρεπτικός, ή, όν
persuasive, ἡ πρ. σοφία skill in oratory, Plat.; κήρυγμα προτρεπτικώτατον πρὸς ἀρετήν Aeschin. adv. -κῶς, persuasively, Luc.
from προτρέπω
{ "content": "προτρεπτικός\n προτρεπτικός, ή, όν\n persuasive, ἡ πρ. σοφία skill in oratory, Plat.; κήρυγμα προτρεπτικώτατον πρὸς ἀρετήν Aeschin. adv. -κῶς, persuasively, Luc.\n from προτρέπω", "key": "protreptiko/s" }