Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀνθέω
ἄνθη
ἀνθηρός
ἀνθησσάομαι
ἀνθίζω
ἄνθινος
ἀνθιππασία
ἀνθιππεύω
ἀνθίστημι
ἀνθοβολέω
ἀνθόβολος
ἀνθοδίαιτος
ἀνθοδόκος
ἀνθοκομέω
ἀνθοκόμος
ἀνθοκρατέω
ἀνθόκροκος
ἀνθολκή
ἀνθολογία
ἀνθολόγος
ἀνθομολογέομαι
View word page
ἀνθόβολος
ἀνθόβολος βάλλω garlanded with flowers, Anth.
ShortDef
garlanded with flowers
Debugging
Headword:
ἀνθόβολος
Headword (normalized):
ἀνθόβολος
Headword (normalized/stripped):
ανθοβολος
IDX:
2850
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2851
Key:
a)nqo/bolos
Data
{'content': 'ἀνθόβολος\n βάλλω\n garlanded with flowers, Anth.', 'key': 'a)nqo/bolos'}